- ξεστηθώνω
- ξεστήθωσα, ξεστηθώθηκα, ξεστηθωμένος, μτβ., κάνω να φανεί, αποκαλύπτω το στήθος μου: Περπατεί στους δρόμους ξεστηθωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.